αντιπλημμυρικός

αντιπλημμυρικός
-ή, -ό
αυτός που συντελεί στην πρόληψη των πλημμυρών: Σε πολλές περιοχές της χώρας έγιναν αντιπλημμυρικά έργα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντιπλημμυρικός — ή, ό αυτός που αποβλέπει στην πρόληψη ή την περιστολή των πλημμύρων και των συνεπειών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πλημμύρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”